Η κυπριακή συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένει ένα από τα σχετικά άγνωστα κεφάλαια της νεότερης κυπριακής ιστορίας για το ευρύ κοινό. Λείπει, ακόμη, μια συστηματική εργασία που θα εντοπίσει και θα αξιοποιήσει τον όγκο των διάσπαρτων αρχειακών πηγών, ώστε να φωτιστούν πλήρως όλες οι πτυχές του ζητήματος. Βέβαια, δεν παραγνωρίζεται η ύπαρξη σημαντικών μελετών για το θέμα, παλαιότερων και νεότερων ερευνητών. Πιο πρόσφατη, η πολύ σημαντική έκδοση του «Αρχείου Ροδίωνος Γεωργιάδη», από τον φιλόλογο Γιώργο Χατζηκωστή, προίκισε την κυπριακή ιστοριογραφία με θησαυρό εγγράφων από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, που επισήμανε και αντέγραψε το 1940 ο πρόωρα χαμένος Κύπριος ερευνητής και κατόπιν ηρωικός αντιστασιακός.
Με τη συγκεκριμένη έκδοση ήρθαν στο φως πλήθος αυθεντικών μαρτυριών για την κυπριακή συμμετοχή στον αγώνα του 1821, που συμπληρώνουν τις γνώσεις μας από μελέτες των προηγούμενων χρόνων (Κώστα Κύρρη, Θεόδωρου Παπαδόπουλλου, Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, Λοΐζου Φιλίππου, κ.ά.). Στο σημερινό αφιέρωμα θα γίνουν σύντομες αναφορές σε μερικά μόνο κεφάλαια της κυπριακής συμβολής στην Επανάσταση του 1821.
Φιλική Εταιρεία και Κύπρος
Η Κύπρος δεν ανήκε στις περιοχές όπου προγραμματιζόταν εξέγερση την άνοιξη του 1821. Οι επιτελείς της «Φιλικής Εταιρείας» υπολόγιζαν μόνο σε οικονομική βοήθεια της Κύπρου, αναγνωρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες καθιστούσαν καταδικασμένη εκ των προτέρων κάθε προσπάθεια για ένοπλη δράση. Οι υπαινιγμοί για τις κυπριακές ιδιαιτερότητες στο «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών, που καταστρώθηκε στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, τον Οκτώβριο του 1820, ήταν ξεκάθαρες, καθώς ένα από τα 23 άρθρα του «Σχεδίου», το 15ο, ήταν αφιερωμένο στο νησί: «Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή.
Λοιπόν ο Καλός (το συνθηματικό όνομα του Αλέξανδρου Υψηλάντη) πρέπει να γράψη προς την Μακαριότητά του προτρεπτικά δηλοποιών των πραγμάτων την κατάστασιν, διά να φιλοτιμηθή να βοηθήση αναλόγως τη φήμη της νήσου εκείνης, την οποίαν έχουν το προνόμιον οι Κύπριοι να διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους. Ταύτα δε τα γράμματα ο ρηθείς Πελοπίδας [Αντώνιος Πελοπίδας, «απόστολος» των Φιλικών στην Αίγυπτο], ή προτού, ή επιστρέφων εξ Αιγύπτου, να περάση εις Κύπρον και να εγχειρίση τη αυτού Μακαριότητι, διά να εμβάση τα χρήματα ο άγιος Κύπρου εις Κωνσταντινούπολιν, ή να στείλη τας τροφάς, όπου διορισθή∙ και τέλος να σκεφθή, πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς.»
Όπως αποδεικνύεται από το παραπάνω έγγραφο, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε υποσχεθεί ενίσχυση για την εξέγερση και, πιθανότατα, είχε ενημερωθεί και για την έναρξη της Επανάστασης. Για να γίνει αντιληπτή η σημασία που απέδιδαν οι Φιλικοί στην Κύπρο, αλλά και ο εξέχων ρόλος του Κυπριανού, αρκεί να αναφερθεί ότι ήταν το μόνο νησί που αναφερόταν στο «Γενικόν Σχέδιον»: «Περί δε της Κρήτης και λοιπών νήσων της Μεσογείου, θέλομεν ομιλήσει τα δέοντα εν καιρώ πρέποντι». Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι οι επιτελείς της Φιλικής Εταιρείας είχαν πλήρη επίγνωση για τους κινδύνους που διέτρεχαν οι Έλληνες Κύπριοι «από τους κατοίκους εκεί εχθρούς».
Κύπριοι Αγωνιστές
Κύπριοι αγωνιστές πήραν μέρος σε διάφορες μάχες και φάσεις της Επανάστασης, στην Πελοπόννησο, την Αττική, την Ανατολική Ελλάδα και σε ναυτικές επιχειρήσεις. Ακόμη και στις πρώτες συγκρούσεις των επαναστατών με τον τουρκικό στρατό στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στο σώμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη ή αλλού. Ο αριθμός των αγωνιστών του 1821 είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια, εξαιτίας κυρίως της καταγραφής των ονομάτων τους (συνήθως με το τοπικό Κύπριος ή Κυπριώτης ή το πατρώνυμο και όχι με επίθετα) όμως, σίγουρα, ήταν μερικές εκατοντάδες.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν:
Ο Φιλικός Χαράλαμπος Μάλης, δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη, που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα, κατήλθε στην Πελοπόννησο μαζί του, στα τέλη του 1820 και μετά την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διορίστηκε γενικός γραμματέας του «Μινιστερίου της Θρησκείας». Διετέλεσε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη και αφοσιώθηκε στην υπόθεση απελευθέρωσης της Κύπρου με την οργάνωση ειδικής εκστρατείας. Από τους ανώτερους κληρικούς αναφέρουμε τον επίσκοπο Δημητσάνης Φιλόθεο Χατζή, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που πέθανε κρατούμενος των Τούρκων στην Τριπολιτσά, τον Σεπτέμβριο του 1821, τον Αγαθάγγελο Μυριανθούση, από το Μηλικούρι, πρώην Μητροπολίτη Αγκύρας, που κατήλθε στα 1826 στην Ελλάδα υπηρετώντας ως επίσκοπος Θηβών, τοποτηρητής Παλαιών Πατρών και από το 1833 Μητροπολίτης Λοκρίδος, τον Μητροπολίτη Δημητριάδος και Ζαγοράς Αθανάσιο Κασσαβέτη, και τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Αθανάσιο Καρύδη, που συμμαρτύρησε με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, στην Κωνσταντινούπολη, στις 10 Απριλίου 1821. Σημαντική συμβολή είχαν οι αδελφοί Θησείς, από τον Στρόβολο, στενοί συγγενείς του εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, που στρατεύθηκαν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης: Ο Νικόλαος (έμπορος στη Μασσαλία, συνεργάτης του Δημήτριου Υψηλάντη με στενές σχέσεις με Γάλλους φιλέλληνες), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος ή Θεοφύλακτος, που το καλοκαίρι του 1825 ονομάστηκε «αντιστράτηγος», και ο Κυπριανός.
Η συμμετοχή Κυπρίων αγωνιστών στην Ελληνική Επανάσταση δεικνύει το ιστορικό βάθος του κυπριακού αλυτρωτισμού, επιβεβαιώνει τους αγώνες του κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία και τους ακατάλυτους δεσμούς με τον μητροπολιτκό χώρο. Αρκετοί παρέμειναν στην Ελλάδα, μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, συμβάλλοντας στη θεμελίωση του νέου κράτους. Όσοι επέστρεψαν στη γενέτειρά τους αποτέλεσαν ζωντανά παραδείγματα προς μίμηση και πυρήνες αντίστασης και εγκαρτέρησης στις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας στο νησί.
Από τις άγνωστες πτυχές που αποκαλύπτουν τα έγγραφα του «Αρχείου Ροδίωνος Γεωργιάδη» είναι η ύπαρξη μικρής «κυπριακής παροικίας» στο Ναύπλιο, έδρα της διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας. Τον Σεπτέμβριο του 1824 ο Χαράλαμπος Μάλης, από τους πιο επιφανείς Κύπριους αγωνιστές, ζήτησε από το Υπουργείο Εσωτερικών όπως η «εθνική οικία», που είχε επιδιορθώσει και εγκατασταθεί ο συμπατριώτης του, Νικόλαος Θησεύς, και όπου διέμενε και ο ίδιος, να παρέμενε στην κατοχή των «ενταύθα διά τας υποθέσεις της Κύπρου διατριβούντων Κυπρίων». Έγραφε:
«Σας είναι γνωστόν πώς η υπόθεσις της Πατρίδος μου απαιτεί το να ευρίσκεται πάντοτε ενταύθα εις Ναύπλιον ένας ή δύο πατριώτες μου Κύπριοι, διά να αναφέρουν τας υποθέσεις των εις την Διοίκησιν, μάλιστα αν βοηθήση ο Θεός και ενεργηθή το οποίον είχα προβάλει σχέδιον. Αλλά και τούτου μη γενομένου, όπερ δεν ελπίζεται, πάλι ήτον αναγκαίον ένας άνθρωπος να καιροφυλαχτή, έως ου δοθείσης ευκαιρίας, να ενεργήση και διά την Κύπρον.
Αλλ’ ούτοι οι άνθρωποι έπρεπε να έχουν στοχάζομαι και κατοικίαν και το Έθνος διά το οποίον και ημείς το κατά δύναμιν και υπέρ δύναμιν ηγωνίσθημεν δεν ήθελε τοις το αρνηθή. Χάρις μικρά προς το Έθνος, εις ημάς δε μεγάλη τιμή και υποχρέωσις, και η τελευταία παρηγορία αντί της Πατρίδος μας την οποίαν υστερήθημεν ένεκα του Ελληνικού Έθνους. (…)
Εγώ δι’ όσα έχω να λαμβάνω από το Έθνος ποτέ δεν έδωσα αναφοράν, αλλ’ υπέφερα δυστυχίαν, βλέπων την ανάγκην του Έθνους, αλλά τώρα οπού βλέπω, ότι οι αληθώς θυσιάσαντες υπέρ πατρίδος παραθεωρούνται, και μόνον όσοι έχουν χρήματα, και όσοι ήλθον προχθές, εκπηδώσι, διά τούτο τη αληθεία είναι μωρία αν και εγώ ησυχάζω, ώστε να μην έχω μίαν τρύπαν να σκεπάσω το κεφάλι μου. Σας παρακαλώ λοιπόν να ενεργήσετε, οπού αυτό το σπήτι να μείνη εις τους Κυπρίους, διά να ενεργούν τας υποθέσεις της Κύπρου, ή να ενοικιασθή εις ημάς με το πρέπον ενοίκιον.»
Από τους Κύπριους αγωνιστές του 1821 άξιος ιδιαίτερης μνείας είναι ο Ιωάννης Σταυριανός (1804 – 1887) από τη Λόφου, που έγραψε την «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων έτι εν τη ελληνική ιστορία» (εκδόθηκε το 1982 στην Αθήνα, με εισαγωγή, σχόλια και επιμέλεια της Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη). Ο Σταυριανός διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Λεμεσό και ασχολήθηκε με το εμπόριο από νεαρή ηλικία. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία σε ένα ταξίδι του στην Αλεξανδρέττα. Στις σφαγές του 1821 η περιουσία του διηρπάγη, γεγονός που προκάλεσε τον θάνατο του πατέρα του. Κατήλθε στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1822, επικεφαλής ομάδας τεσσάρων Κυπρίων και τριών Κρητικών, τους οποίους εξόπλισε ο ίδιος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1823 ορίστηκε «μπουλουκτσής» στο σώμα του Τζώρτζη Κύπριου και το 1825 κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό.
Στα Απομνημονεύματά του δίνει αρκετές πληροφορίες για τη δράση του και περιγράφει με λεπτομέρειες τις μάχες των Αθηνών του 1826 – 1827 και την πολιορκία της Ακρόπολης. Υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του Γεώργιου Καραϊσκάκη και ισχυρίζεται με έμφαση ότι δολοφονήθηκε πισώπλατα από ελληνικό χέρι. Στην καταστροφική ήττα των Ελλήνων στο Φάληρο συνελήφθη αιχμάλωτος. Σώθηκε από την εκτέλεση με μεσολάβηση ενός Αρβανίτη από την Παραμυθιά, ο οποίος τον πήρε υπηρέτη του. Μετά την επίτευξη της Ανεξαρτησίας παρέμεινε στην Ελλάδα και διορίστηκε στη Χωροφυλακή, όπου αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1862, επειδή διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιοθωνική εξέγερση του Ναυπλίου, τιμωρήθηκε για τη συμμετοχή του και τέθηκε σε αργία.
Το 1998 τα οστά του μεταφέρθηκαν από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στη γενέτειρά του Λόφου, με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Αποδήμων Λόφου, και τοποθετήθηκαν σε οστεοφυλάκιο. Παράλληλα, αναγέρθηκε η προτομή του στην αυλή του παλιού σχολείου της κοινότητας, που δεσπόζει της περιοχής. Οι απόγονοί του στην Αθήνα διατηρούν αρκετά κειμήλιά του, όπως τα όπλα του, τη στολή του και τα χειρόγραφα Απομνημονεύματά του.
Εδώ και μερικά χρόνια, στην ιερή πόλη του Μεσολογγίου, με δαπάνες της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει αναγερθεί μνημείο αφιερωμένο σε όλους τους Κύπριους που πολέμησαν για την ελευθερία κατά την Επανάσταση του 1821 και ειδικότερα στην Έξοδο, τον Απρίλιο του 1826. Στη μαρμάρινη πλάκα του μνημείου είναι χαραγμένα τα ονόματα του Χριστόδουλου Κοκκινόφτα, από την Τσάδα («πλούσιου ποιμνιοτρόφου», κατά τον Λ. Φιλίππου), του Ιωάννη Κύπριου, «λοχαγού της Φάλαγγας», του καπετάν Ιωάννη Κύπριου, «κυβερνήτη του πλοιαρίου Ποσειδών», του Μιχαήλ Αντωνίου Κύπριου, του Παντελή Γεωργίου Ορφανού (τραυματίστηκε στην πολιορκία) και του Γιάννη Πασαπόρτη, από την Κοίλη.
Πιο γνωστός στην Κύπρο από τους παραπάνω ήταν ο Πασαπόρτης, από τους τυχερούς και τολμηρούς που επέζησαν της Εξόδου του Μεσολογγίου. Η παράδοση που διασώζεται στην Κοίλη και κατέγραψε πρώτος ο μεγάλος Πάφιος λόγιος, δικηγόρος Λοΐζος Φιλίππου, αναφέρει: « Όταν επανήλθεν φορών την φουστανέλλα και τα τσαρούχια του, απετέλει το αντικείμενον του θαυμασμού των συγχωρίων του, εις τους οποίους διηγείτο με εύλογον υπερηφάνειαν τας θυσίας και τους αγώνας του. Τους έκαμνε λόγον για την φοβεράν πείναν από την οποίαν υπέφεραν κατά την πολιορκίαν, πώς ετρέφοντο για μέρες από τα υπολείμματα ενός γαϊδάρου και πώς εν τέλει διέφυγαν ξιφήρεις κατά την τραγικήν έξοδον». Στα χέρια μιας από τους απογόνους του, της Κλεοπάτρας Χρ. Σοφιανού διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας ένα χειρομύλι για άλεση πυρίτιδας, που κατά την παράδοση έφερε μαζί του ο Πασαπόρτης από το Μεσολόγγι. Η κυρία Σοφιανού έχει παραχωρήσει τον «μύλο», με μακρόχρονο δανεισμό στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Μακαρίου Γ’, στη Λευκωσία, όπου εκτίθεται μόνιμα. Είναι ένα από τα πιο πολύτιμα αντικείμενα που συνδέονται με την κυπριακή συμβολή στο 1821 και έχουν διασωθεί στο νησί μας.
Πηγή: philenews – 25 Μαρτίου 2018
Αρθρογράφος: Πέτρος Παπαπολυβίου